Η έκδοση του βιβλίου Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ του Συλβέν Γκουγκενέμ στη Γαλλία προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις σε σημείο μάλιστα που αυτή η κατάσταση ονομάστηκε «η υπόθεση Αριστοτέλη». Όποιος παρακολουθεί το θέμα παρατηρεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της πολεμικής που διεξάγεται στη Γαλλία δεν σχετίζεται άμεσα με το βιβλίο, αντιθέτως ασκείται σε διάφορες πολιτικές και πολιτισμικές τοποθετήσεις που δεν οδηγούν ουσιαστικά πουθενά. Θα ήθελα με σύντομο τρόπο να αναφερθώ σε κάποιους προβληματισμούς που θέτει το βιβλίο και την πολεμική που εκτυλίσσεται γύρω από αυτό, εκμεταλλευόμενος την ελάχιστη γνώση μου για την Ιστορία της Αραβικής Γραμματείας.
Κατ’ αρχάς, τόσο στο βιβλίο όσο και στην ασκούμενη πολεμική κατ’ αυτού χρησιμοποιούνται πολλές γενικές έννοιες και θεωρίες χωρίς καμιά διευκρίνιση και κανέναν ορισμό, όπως σύγκρουση των πολιτισμών, χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης, Ευρώπη κ.λπ. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα ότι «η σύγκρουση των πολιτισμών» ήταν μια κατασκευασμένη θεωρία που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς σε μια περασμένη περίοδο, και τελείωσε η ισχύς της. Μπορεί κάποιος να πιστεύει σ’ αυτήν ή όχι, αλλά οι επιστήμονες ανά τον κόσμο δεν τη δέχτηκαν ως ιστορική αλήθεια. Για τις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης το λιγότερο που μπορεί να διερωτηθεί κανείς είναι για ποια περίοδο μιλάμε. Η Ευρώπη προϋπήρξε του χριστιανισμού. Όμως, ο προβληματισμός που γεννιέται αμέσως μετά είναι τι εννοούμε λέγοντας Ευρώπη; Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος περί Ευρώπης στην «υπόθεση Αριστοτέλη» περιορίζεται μόνο σε χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, ήτοι Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία. Άλλη μία έννοια, στις τόσες γενικές, που θα σταθώ είναι το Ισλάμ. Μιλώντας κανείς για το Ισλάμ πρέπει να έχει κατά νου ότι πρόκειται για διάφορα δόγματα και διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες, και κυρίως διαφορετικούς ισλαμικούς πολιτισμούς. Το Ισλάμ στην Αραβική χερσόνησο δεν είναι ίδιο με το Ισλάμ στο Ιράν (και την παλαιότερη Περσία), όπως δεν είναι ίδιες η ελληνική ορθοδοξία με την σλαβική. Πράγμα που σημαίνει ότι το Ισλάμ δεν ταυτίζεται με τον αραβισμό ούτε περιορίζεται σ’ αυτόν. Και κατ’ επέκταση υπάρχουν και Άραβες χριστιανοί. Αυτοί προϋπήρξαν του Ισλάμ και δεν είναι ούτε Ρωμιοί ούτε Σύριοι, αλλά Άραβες και ζούσαν πριν το Ισλάμ σε διάφορα μέρη της Αραβικής Χερσονήσου, και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Αδίκως κατηγορείται ο συγγραφέας για ισλαμοφοβία, και χωρίς καμία απόδειξη. Ο Γκουγκενέμ δεν υποτίμησε τους μουσουλμάνους ούτε καταφέρθηκε εναντίον τους ρατσιστικά, απλά διατύπωσε το αποτέλεσμα της έρευνάς του ότι ο Ελληνισμός δεν έχασε την άμεση επαφή με την Ευρώπη, και δεν είχε ανάγκη τη μεσιτεία της μετάφρασης των Αράβων. Αυτή η άποψη όμως είναι υπό συζήτηση και δεν αλλάζει πολλά δεδομένα όσα θα ήθελε ο Γκουγκενέμ. Η απευθείας μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά δεν αναιρεί την ύπαρξη της μετάφρασης μέσω της αραβικής γλώσσας ούτε μπορεί να υποβιβάσει τη σημασία της, όπως και η πρόσφατη ανακάλυψη της απευθείας μετάφρασης δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μια πηγή ιστορικού πλούτου. Η νοτιοδυτική Ευρώπη δεν γνώρισε όμως τον ελληνισμό μέσω των λατινικών μεταφράσεων. Τα χειρόγραφα δεν ήταν διαδεδομένα από τη μια, και από την άλλη η Καθολική Εκκλησία είχε απαγορεύσει ρητά τη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη περί φυσικής και βιολογίας, σε Συνόδους το 1210, 1215, και 1230. Η κατάσταση αυτή έμεινε ίδια για τα επόμενα χρόνια ώσπου ο Siger de Brabant, επηρεασμένος από τον Αβερρόη και τον Αριστοτέλη μετέδιδε τις απόψεις του διδάσκοντας στη Σορβόννη και αναγκάζοντας την Καθολική Εκκλησία να διορίσει τον Θωμά Ακινάτη, για να του αντιπαρατεθεί, διδάσκοντας και αυτός στο ίδιο πανεπιστήμιο. Αυτή η αποστολή του Θωμά Ακινάτη τον οδήγησε στη μελέτη του Αριστοτέλη, όπως άλλωστε και ο δάσκαλός του ο Αλβέρτος ο Μεγάλος που μελέτησε τον Αριστοτέλη μαζί με τους Άραβες φιλοσόφους. Αυτό έφερε στο προσκήνιο εκ νέου την ελληνική φιλοσοφία. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Siger de Brabant είχε παραβιάσει τις αναφερόμενες αποφάσεις της Καθολικής Εκκλησίας, που απαγορεύουν τη μελέτη του Αριστοτέλη. Αυτή η πανεπιστημιακή αντιπαράθεση γνωστή στην ιστορία ως «σχολαστικές διαμάχες» μάλλον βρίσκεται στις ρίζες της ισχύουσας εντύπωσης ότι το έργο του Αριστοτέλη πέρασε στην Ευρώπη χάρη στους Άραβες και δη τον Αβερρόη.
Επίσης, λέξεις όπως «αλχημεία», «άλγεβρα», «ελιξήριο» μαρτυρούν την μέσω αραβικής γλώσσας προέλευση τους στα λατινικά. Δεν παραλείπεται και το περίφημο έργο του Πτολεμαίου «Η Μεγίστη», το οποίο ονομάζεται στα λατινικά Magasati, μια παραμόρφωση της αραβικής μετάφρασης του «Αl Magesti». Η παραλλαγή του τίτλου έχει μια εξήγηση, ότι η μετάφραση έγινε από τα αραβικά στα λατινικά από έναν μεταφραστή που δεν είχε ιδέα από ελληνικά.
Ο Γκουγκενέμ ξεχωρίζει τους μεταφραστές και κάνει διακρίσεις μεταξύ μουσουλμάνων, άρα Αράβων, και χριστιανών, άρα Σύριων σύμφωνα μ’ αυτόν. Πιο πάνω αναφερθήκαμε στην ταύτιση του Ισλάμ με τον αραβισμό. Επιπλέον, το εθνικό συναίσθημα με το οποίο γαλουχηθήκαμε ως κατάλοιπο του εθνικού ρεύματος του 19ου και 20ου αιώνα δεν ίσχυε σε αυτοκρατορίες με οικουμενικές ιδεολογίες όπως ήταν η Αραβική και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου συζούσαν πολλές εθνικότητες. Στους Άραβες μελετητές δεν τίθεται ζήτημα ανταγωνισμού των μεταφραστών με βάση τη θρησκεία τους, αν είναι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι είναι χριστιανοί στην πλειονότητά τους, χωρίς αυτό να έχει καμιά άλλη σημασία πέραν της απλής πληροφορίας η οποία συμβάλλει επίσης στην κατανόηση του μεταφραστικού κινήματος.
Ο Γκουγκενέμ θεωρεί ότι οι Άραβες δεν αξιοποίησαν τον ελληνικό πολιτισμό όπως η Ευρώπη. Τι σημαίνει ότι οι Άραβες δεν αξιοποίησαν τον ελληνικό πολιτισμό; Και γιατί άλλωστε θα έπρεπε οι Άραβες να αφομοιώσουν τον ελληνικό πολιτισμό με τον ίδιο τρόπο που έκανε η Νοτιοδυτική Ευρώπη; Το ίδιο θα έλεγε ο Γκουγκενέμ για τους σλαβικούς λαούς της Ευρώπης, ή ακόμη για τους Άγγλους; Και το πιο ουσιαστικό ερώτημα είναι πού πάει το στοιχείο γειτνίασης και πολιτικής κυριαρχίας; Με άλλα λόγια οι Άραβες επεκτάθηκαν και κυριάρχησαν κυρίως στα μέρη της Περσίας, και όχι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό τα λογοτεχνικά έργα που γνώρισαν οι Άραβες ήταν ινδικής ή περσικής προέλευσης, ανάλογα με τους ηττημένους λαούς που πέρασαν στην κυριαρχία των Αράβων. Σημειώνω εδώ ότι οι νοτιοδυτικοί ευρωπαίοι γνώρισαν τις Χίλιες και Μια Νύχτες, και τον Στεφανίτη και Ιχνηλάτη χάρη στη μετάφραση που έγινε από τα αραβικά στα ελληνικά, και πολύ πιο μετά στα γαλλικά. Όπως ωφελήθηκαν από τα ιατρικά έργα του «Ουζμπεκιστανού» αλλά Άραβα Αβικέννα που διδάσκονταν στην Ευρώπη μέχρι το 16 αι. Γι’ αυτό επικρατεί η ανακριβής εντύπωση ότι η Ευρώπη χρωστά τόσο πολύ στους Άραβες, και αυτή η πτυχή δεν πραγματεύεται στο βιβλίο. Ας μην ξεχνάμε το Ισλάμ που στάθηκε εμπόδιο για τη ζωγραφική και τη γλυπτική καθώς δεν ενθάρρυνε καθόλου την αναπαράσταση των πλασμάτων.
Το βιβλίο, τέλος, παρερμηνεύτηκε και εξετράπη από το στενό πλαίσιό του. Η επιστημονική μελέτη των πολιτισμών δεν ψάχνει να βρει έναν υποτιθέμενο ανταγωνισμό μεταξύ τους, ούτε συγκρίνει τον ένα πολιτισμό με τον άλλο, και ίσως αυτό να ήταν το πιο ακραίο συμπέρασμα που προσπάθησε να βγάλει ο Γκουγκενέμ από την έρευνά του, και προκάλεσε περισσότερες αντιδράσεις απ’ όσο χρειαζόταν. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι στο ότι οι μεταφράσεις απευθείας από τα ελληνικά συνέχιζαν αδιάκοπα, αλλά στις περαιτέρω ερμηνείες.
Το βιβλίο του Σ. Γκουγκενέμ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ
Κατ’ αρχάς, τόσο στο βιβλίο όσο και στην ασκούμενη πολεμική κατ’ αυτού χρησιμοποιούνται πολλές γενικές έννοιες και θεωρίες χωρίς καμιά διευκρίνιση και κανέναν ορισμό, όπως σύγκρουση των πολιτισμών, χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης, Ευρώπη κ.λπ. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα ότι «η σύγκρουση των πολιτισμών» ήταν μια κατασκευασμένη θεωρία που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς σε μια περασμένη περίοδο, και τελείωσε η ισχύς της. Μπορεί κάποιος να πιστεύει σ’ αυτήν ή όχι, αλλά οι επιστήμονες ανά τον κόσμο δεν τη δέχτηκαν ως ιστορική αλήθεια. Για τις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης το λιγότερο που μπορεί να διερωτηθεί κανείς είναι για ποια περίοδο μιλάμε. Η Ευρώπη προϋπήρξε του χριστιανισμού. Όμως, ο προβληματισμός που γεννιέται αμέσως μετά είναι τι εννοούμε λέγοντας Ευρώπη; Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος περί Ευρώπης στην «υπόθεση Αριστοτέλη» περιορίζεται μόνο σε χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, ήτοι Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία. Άλλη μία έννοια, στις τόσες γενικές, που θα σταθώ είναι το Ισλάμ. Μιλώντας κανείς για το Ισλάμ πρέπει να έχει κατά νου ότι πρόκειται για διάφορα δόγματα και διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες, και κυρίως διαφορετικούς ισλαμικούς πολιτισμούς. Το Ισλάμ στην Αραβική χερσόνησο δεν είναι ίδιο με το Ισλάμ στο Ιράν (και την παλαιότερη Περσία), όπως δεν είναι ίδιες η ελληνική ορθοδοξία με την σλαβική. Πράγμα που σημαίνει ότι το Ισλάμ δεν ταυτίζεται με τον αραβισμό ούτε περιορίζεται σ’ αυτόν. Και κατ’ επέκταση υπάρχουν και Άραβες χριστιανοί. Αυτοί προϋπήρξαν του Ισλάμ και δεν είναι ούτε Ρωμιοί ούτε Σύριοι, αλλά Άραβες και ζούσαν πριν το Ισλάμ σε διάφορα μέρη της Αραβικής Χερσονήσου, και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Αδίκως κατηγορείται ο συγγραφέας για ισλαμοφοβία, και χωρίς καμία απόδειξη. Ο Γκουγκενέμ δεν υποτίμησε τους μουσουλμάνους ούτε καταφέρθηκε εναντίον τους ρατσιστικά, απλά διατύπωσε το αποτέλεσμα της έρευνάς του ότι ο Ελληνισμός δεν έχασε την άμεση επαφή με την Ευρώπη, και δεν είχε ανάγκη τη μεσιτεία της μετάφρασης των Αράβων. Αυτή η άποψη όμως είναι υπό συζήτηση και δεν αλλάζει πολλά δεδομένα όσα θα ήθελε ο Γκουγκενέμ. Η απευθείας μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά δεν αναιρεί την ύπαρξη της μετάφρασης μέσω της αραβικής γλώσσας ούτε μπορεί να υποβιβάσει τη σημασία της, όπως και η πρόσφατη ανακάλυψη της απευθείας μετάφρασης δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μια πηγή ιστορικού πλούτου. Η νοτιοδυτική Ευρώπη δεν γνώρισε όμως τον ελληνισμό μέσω των λατινικών μεταφράσεων. Τα χειρόγραφα δεν ήταν διαδεδομένα από τη μια, και από την άλλη η Καθολική Εκκλησία είχε απαγορεύσει ρητά τη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη περί φυσικής και βιολογίας, σε Συνόδους το 1210, 1215, και 1230. Η κατάσταση αυτή έμεινε ίδια για τα επόμενα χρόνια ώσπου ο Siger de Brabant, επηρεασμένος από τον Αβερρόη και τον Αριστοτέλη μετέδιδε τις απόψεις του διδάσκοντας στη Σορβόννη και αναγκάζοντας την Καθολική Εκκλησία να διορίσει τον Θωμά Ακινάτη, για να του αντιπαρατεθεί, διδάσκοντας και αυτός στο ίδιο πανεπιστήμιο. Αυτή η αποστολή του Θωμά Ακινάτη τον οδήγησε στη μελέτη του Αριστοτέλη, όπως άλλωστε και ο δάσκαλός του ο Αλβέρτος ο Μεγάλος που μελέτησε τον Αριστοτέλη μαζί με τους Άραβες φιλοσόφους. Αυτό έφερε στο προσκήνιο εκ νέου την ελληνική φιλοσοφία. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Siger de Brabant είχε παραβιάσει τις αναφερόμενες αποφάσεις της Καθολικής Εκκλησίας, που απαγορεύουν τη μελέτη του Αριστοτέλη. Αυτή η πανεπιστημιακή αντιπαράθεση γνωστή στην ιστορία ως «σχολαστικές διαμάχες» μάλλον βρίσκεται στις ρίζες της ισχύουσας εντύπωσης ότι το έργο του Αριστοτέλη πέρασε στην Ευρώπη χάρη στους Άραβες και δη τον Αβερρόη.
Επίσης, λέξεις όπως «αλχημεία», «άλγεβρα», «ελιξήριο» μαρτυρούν την μέσω αραβικής γλώσσας προέλευση τους στα λατινικά. Δεν παραλείπεται και το περίφημο έργο του Πτολεμαίου «Η Μεγίστη», το οποίο ονομάζεται στα λατινικά Magasati, μια παραμόρφωση της αραβικής μετάφρασης του «Αl Magesti». Η παραλλαγή του τίτλου έχει μια εξήγηση, ότι η μετάφραση έγινε από τα αραβικά στα λατινικά από έναν μεταφραστή που δεν είχε ιδέα από ελληνικά.
Ο Γκουγκενέμ ξεχωρίζει τους μεταφραστές και κάνει διακρίσεις μεταξύ μουσουλμάνων, άρα Αράβων, και χριστιανών, άρα Σύριων σύμφωνα μ’ αυτόν. Πιο πάνω αναφερθήκαμε στην ταύτιση του Ισλάμ με τον αραβισμό. Επιπλέον, το εθνικό συναίσθημα με το οποίο γαλουχηθήκαμε ως κατάλοιπο του εθνικού ρεύματος του 19ου και 20ου αιώνα δεν ίσχυε σε αυτοκρατορίες με οικουμενικές ιδεολογίες όπως ήταν η Αραβική και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου συζούσαν πολλές εθνικότητες. Στους Άραβες μελετητές δεν τίθεται ζήτημα ανταγωνισμού των μεταφραστών με βάση τη θρησκεία τους, αν είναι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι είναι χριστιανοί στην πλειονότητά τους, χωρίς αυτό να έχει καμιά άλλη σημασία πέραν της απλής πληροφορίας η οποία συμβάλλει επίσης στην κατανόηση του μεταφραστικού κινήματος.
Ο Γκουγκενέμ θεωρεί ότι οι Άραβες δεν αξιοποίησαν τον ελληνικό πολιτισμό όπως η Ευρώπη. Τι σημαίνει ότι οι Άραβες δεν αξιοποίησαν τον ελληνικό πολιτισμό; Και γιατί άλλωστε θα έπρεπε οι Άραβες να αφομοιώσουν τον ελληνικό πολιτισμό με τον ίδιο τρόπο που έκανε η Νοτιοδυτική Ευρώπη; Το ίδιο θα έλεγε ο Γκουγκενέμ για τους σλαβικούς λαούς της Ευρώπης, ή ακόμη για τους Άγγλους; Και το πιο ουσιαστικό ερώτημα είναι πού πάει το στοιχείο γειτνίασης και πολιτικής κυριαρχίας; Με άλλα λόγια οι Άραβες επεκτάθηκαν και κυριάρχησαν κυρίως στα μέρη της Περσίας, και όχι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό τα λογοτεχνικά έργα που γνώρισαν οι Άραβες ήταν ινδικής ή περσικής προέλευσης, ανάλογα με τους ηττημένους λαούς που πέρασαν στην κυριαρχία των Αράβων. Σημειώνω εδώ ότι οι νοτιοδυτικοί ευρωπαίοι γνώρισαν τις Χίλιες και Μια Νύχτες, και τον Στεφανίτη και Ιχνηλάτη χάρη στη μετάφραση που έγινε από τα αραβικά στα ελληνικά, και πολύ πιο μετά στα γαλλικά. Όπως ωφελήθηκαν από τα ιατρικά έργα του «Ουζμπεκιστανού» αλλά Άραβα Αβικέννα που διδάσκονταν στην Ευρώπη μέχρι το 16 αι. Γι’ αυτό επικρατεί η ανακριβής εντύπωση ότι η Ευρώπη χρωστά τόσο πολύ στους Άραβες, και αυτή η πτυχή δεν πραγματεύεται στο βιβλίο. Ας μην ξεχνάμε το Ισλάμ που στάθηκε εμπόδιο για τη ζωγραφική και τη γλυπτική καθώς δεν ενθάρρυνε καθόλου την αναπαράσταση των πλασμάτων.
Το βιβλίο, τέλος, παρερμηνεύτηκε και εξετράπη από το στενό πλαίσιό του. Η επιστημονική μελέτη των πολιτισμών δεν ψάχνει να βρει έναν υποτιθέμενο ανταγωνισμό μεταξύ τους, ούτε συγκρίνει τον ένα πολιτισμό με τον άλλο, και ίσως αυτό να ήταν το πιο ακραίο συμπέρασμα που προσπάθησε να βγάλει ο Γκουγκενέμ από την έρευνά του, και προκάλεσε περισσότερες αντιδράσεις απ’ όσο χρειαζόταν. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι στο ότι οι μεταφράσεις απευθείας από τα ελληνικά συνέχιζαν αδιάκοπα, αλλά στις περαιτέρω ερμηνείες.
Το βιβλίο του Σ. Γκουγκενέμ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ
No comments:
Post a Comment