Sunday 2 October 2016

Σαν καφενείο μικρό είναι ο έρωτας كمقهى صغير هو الحبّ






Σαν καφενείο μικρό πάνω στο δρόμο των ξένων-
Είναι ο έρωτας… Ανοίγει σε όλους τις πόρτες του.
Σαν καφενείο που γεμίζει και αδειάζει σύμφωνα με τον καιρό:
Αν βρέξει αυξάνουν οι θαμώνες του,
Αν φτιάξει ο καιρός μειώνονται και βαριούνται.
Είμαι εδώ- ξένη- κάθομαι στη γωνιά
Τι χρώμα έχουν τα μάτια σου; Πώς σε λένε; Πώς
Να σε φωνάξω όταν περάσεις από μένα ενώ
Σε περιμένω;
Καφενείο μικρό ο έρωτας. Παραγγέλνω δυο
Κρασιά και πίνω στη γεια μου και στην υγεία σου. Κουβαλάω
Δυο καπέλα και ομπρέλα. Βρέχει τώρα
Βρέχει όσο ποτέ, και δεν μπαίνεις
Λέω μέσα μου στο τέλος: ίσως αυτή που
Περίμενα με περίμενε… ή περίμενε άλλον άντρα-
Μας περίμενε και δεν αναγνώρισε εκείνον/ εμένα,
Και έλεγε: είμαι εδώ, σε περιμένω
Τι χρώμα έχουν τα μάτια σου; Τι κρασί σ’ αρέσει;
Πώς σε λένε; Πώς να σε φωνάξω όταν
Περάσεις από μπροστά μου
Σαν καφενείο μικρό είναι ο έρωτας…

-Μαχμούντ Νταρουίς-

*Van Gogh- Café Terrace at Night
 كمقهى صغير على شارع الغرباء –
هو الحُبُّ... يفتح أَبوابه للجميع.
كمقهى يزيد وينقُصُ وَفْق المُناخ:
إذا هَطَلَ المطُر ازداد رُوَّادُهُ،
وإذا اعتدل الجوُّ قَلُّوا ومَلُّوا..
أنا ههنا – يا غريبةُ – في الركن أجلس
ما لون عينيكِ؟ ما اُسمك؟ كيف 
 أناديك حين تَمُرِّين بي، وأنا جالس
في انتظاركِ؟
مقهى صغيرٌ هو الحبُّ. أَطلب كأسَيْ
نبيذٍ وأَشرب نخبي ونخبك. أَحمل
قُبَّعتين وشمسيَّةً. إنها تمطر الآن.
تمطر أكثر من أَيّ يوم، ولا تدخلين.
أَقول لنفسي أَخيراً: لعلَّ التي كنت
أنتظرُ انتظَرَتْني... أَو انتظرتْ رجلاً
آخرَ – انتظرتنا ولم تتعرّف عليه / عليَّ
وكانت تقول: أَنا ههنا في انتظاركَ.
ما لون عينيكَ؟ أَيَّ نبيذٍ تحبُّ؟
وما اُسمُكَ ؟ كيف أناديكَ حين
تمرُّ أَمامي
كمقهى صغيرٍ هو الحُبّ...

محمود درويش- ا-