Friday, 21 June 2019

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ أَهْجُرُ الشِعر





Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.



أَهْجُرُ الشِعْرَ لا يَعْني الخيانة
لا يَعْني أَنَّني أَفْتَحُ نافِذةً لِلمُبادَلة.
إنْتَهَتِ المُقَدِّمات، وحانَ وَقْتُ الطُوْفان.
مَن لَيسوا أَثَمةً كِفايةً عليهم أخيراً أن يَصْمُتوا،
أَنْ يَنْظُروا بِأَيِّ طُرُقٍ يُمْكِنُهُم أَنْ يُنْهِكوا الحَياة
أَهْجُرُ الشِعْرَ لا يَعْني الخيانة.
لا يَتَّهِمُنَّني بِالسُهولة، بِأَنَّني لَمْ أَحْفِرْ عَميقاً،
بِأَنَّني لَمْ أَغْرِزِ السِكّينَ في أَكْثَرِ عِظامي عُرْياً.
لكِنَّني إنْسانٌ أنا أَيْضاً، تَعِبْتُ أَخيراً، بِأَيِّ كَلامٍ آخَرَ أَصِفُ ذلك،
أَهُناكَ تَعَبٌ أَشَدُّ هَوْلاً مِنَ الشِعْر؟
أَهْجُرُ الشِعْرَ لا يَعْني الخيانة.
يَجِدُ المَرْءُ طُرُقاً كَثيرةً لِيُنَمِّقَ نَكْبَتَه.