Sunday 20 June 2010

Ως γέλοιον ώ θεοί: Η θέση της ειρήνης στην θεματολογία των Αχαρνών

Διαβάζοντας για την εξεταστική στο μάθημα του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος: Αριστοφάνη, αντίκρισα διαφορετικές απόψεις περί ειρήνης του Αριστοφάνη στην κωμωδία Αχαρνείς. Σχεδόν πάντα οι απόψεις διίστανται, στο χώρο της φιλολογίας. Το ζήτημα είναι περίπλοκο και δεν μπορώ με ένα σύντομο κείμενο βασισμένο στην μισητή για μένα ενδοκειμενική και μόνο ανάλυση να εκφράσω ολοκληρωμένη άποψη, εκμεταλλεύομαι όμως την προσωπική χροιά του ιστολόγειν για να εκθέσω πιο πολύ τους προβληματισμούς μου που με οδήγησαν να μην ικανοποιηθώ με καμία από τις προτεινόμενες στα ανά χείρας_ μου_ εγχειρίδια (Χρηστίδη, Lesky. Newiger και Gomme στο Θάλεια εκδ. ΣΜΙΛΗ), και να προτείνω μια άλλη ανάγνωση, εμπνευσμένη από κάποιες πλευρές των προηγούμενων προσεγγίσεων.

Ο Αριστοφάνης είναι φιλειρηνικός. Έτσι απλά και χωρίς προϋποθέσεις; Γιατί; Διότι οι «πρωταγωνιστές» του είναι και αυτοί στα τρια έργα που «διαπραγματεύονται» την ειρήνη, είναι και αυτοί φιλειρηνικοί. Η ερώτηση που τίθεται εδώ είναι αν ο Αριστοφάνης ταυτίζεται με τους πρωταγωνιστές του ή όχι; Στους Αχαρνείς, όπου περιορίζομαι, ο Δικαιόπολις μιλά εξ ονόματος του Αριστοφάνη; Επίσης είναι ο Δικαιόπολις ένας σοβαρός τύπος σαν τον Αριστοφάνη ή ένας πονηρός που μεταμφιέζεται την ταλαιπωρία και ξεγελά τους πάντες για να κάνει το θέλημά του στο τέλος; Επειδή δεν ξέρουμε από κάποια έγκυρη βιογραφία τις απόψεις του Αριστοφάνη, ανατρέχω λοιπόν στην παράβαση στους Αχαρνείς για να δω αν υπάρχει κάποια τοποθέτηση του ποιητή και δραματουργού_ όπως επισημαίνει ο Gromme σ. 128_ και αν αυτή είναι διαφορετική από εκείνη του Δικαιόπολη στο υπόλοιπο έργο. Μια που ανέφερα όμως την λέξη δραματουργός, οφείλω να τονίσω ότι έχει διαφορετική προοπτική η δραματουργία από την ποίηση.

Εννοώ ότι ο ποιητής τοποθετείται τρόπον τινα μονολογώντας και ας έχει το ποίημά του 50 φωνές. Ενώ ο δραματουργός φτιάχνει μια πλοκή με θέσεις και αντιθέσεις όπου μπορεί να αποστασιοποιηθεί τελείως, λίγο ή και καθόλου, και να μιλήσει δια στόματος πολλών και όχι αναγκαστικά ενός χαρακτήρα. Ο Αριστοφάνης ανήκει στην δεύτερη κατηγορία μόνο που στην εποχή του η ποίηση ήταν δραματική και όχι όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα. Επιστρέφω λοιπόν στην παράβαση, όπου στους στίχους 647- 655 βλέπουμε ότι ο Βασιλιάς των Περσών ρωτάει την σπαρτιατική πρεσβεία με ποιους είναι ο Αριστοφάνης_ μέσω των ελεγκτικών λόγων (στ. 649)_ και ποιους συμβουλεύει (στ. 651). Άρα ο Αριστοφάνης ο ίδιος έχει πάρει κάποια θέση, και παρακάτω φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι υπέρ των Αθηναίων, και τους προτρέπει να μην δεχτούν την ειρήνη των Σπαρτιατών παραχωρώντας τους και την Αίγινα (στ. 652-655). Το ύφος μιας παράβασης είναι σοβαρό και καθόλου κωμικό, άρα η τοποθέτηση του Αριστοφάνη δεν είναι σε καμία περίπτωση μια «παράσταση» ενός θεατρίνου αλλά ένας γνήσιος λόγος του πραγματικού Αριστοφάνη. Προς το παρόν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αριστοφάνης δεν είναι φιλειρηνικός σε στυλ χίπη όπως είναι το Β’ ημιχόριο (στ. 988- 999) που επιθυμεί να κάνει έρωτα και όχι πόλεμο.

Επίσης σημαντικό για την ανίχνευση της άποψης του Αριστοφάνη για την ειρήνη να ρίξουμε ματιά στην επιρρηματική συζυγία κυρίως στους στίχους 676- 718. Εκεί όλοι οι χαρακτηρισμοί που περιγράφουν τους γέροντες_ εν προκειμένω και τους Αχαρνείς_ δηλώνουν σεβασμό στις νίκες τους στον πόλεμο (στ. 697- 699). Μην ξεχάσουμε ότι το παράπονο των γερόντων παρατίθεται σε ένα μονόλογο σε μια πράξη υπεράσπισης του δίκιου τους από τον Αριστοφάνη. Αυτό το πράγμα με οδηγεί να συμπεράνω ότι κατ’ ουσίαν ο Αριστοφάνης δεν είναι γενικώς ενάντια στους Αχαρνείς, ούτε επίσης ενάντια στον πόλεμο γενικώς. Αλλά σέβεται τους αγώνες των γερόντων κατά τους πολέμους και υπερασπίζεται το αίτημά τους για καλύτερη μεταχείρηση στα δικαστήρια ως φόρο σεβασμού σ’ εκείνους τους αγώνες.

Ο Δικαιόπολις εκθέτει σε όλο το μήκος της κωμωδίας την άποψή του με λόγο και πράξη. Θα ανατρέξουμε λοιπόν τα κύρια σημεία που φανερώνεται αυτή η άποψη για να την συγκρίνουμε με εκείνη του Αριστοφάνη. Ο Δικαιόπολις στην αρχή του έργου εκφράζει έντονα την απογοήτευσή του από την εκκλησία του Δήμου η οποία δεν μεριμνάει καθόλου για την ειρήνη (στ. 27). Αυτή η απογοήτευση όμως δεν είναι για την χαμένη ειρήνη ως ιδεώδες αλλά περιορίζεται στην τύχη της πόλης- πολιτείας, στο συμφέρον δηλαδή της πόλης- πολιτείας που κερδίζει περισσότερα με την ειρήνη. Όμως πριν συνεχίσουμε με τον Δικαιόπολη πρέπει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Αριστοφάνη στην παράβαση από τα οποία καταλαβαίνει κανείς ότι η Αθήνα ήταν σε πλεονεκτική θέση στον πόλεμο ώστε να ζητήσει η Σπάρτη ειρήνη (στ. 651- 652). Αυτή η λεπτομέρεια αλλάζει την προοπτική από την οποία πρέπει κανείς να δει τον Δικαιόπολη και τον πόθο του για την ειρήνη. Ο Δικαιόπολις αδιαφορεί για την νικηφόρα έκβαση του πολέμου για την Αθήνα μέσω της οποίας μπορεί να καλυτερέψει την θέση της μεταξύ των λοιπών ελληνικών πόλεων. Κοιτάζει πώς να επιστρέψει στο χωριό του και στην καθημερινότητά του. Ίσως κανείς να μην μπορεί να το προσέξει αυτό από την αρχή του έργου κυρίως επειδή εμείς διαβάζουμε το έργο έξω από την ψυχολογική κατάσταση που επιβάλλει ο πόλεμος στους Αθηναίους ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που τους φέρνει. Όμως η πρόοδος του έργου μας προβληματίζει όλο και πιο πολύ. Στην εξέλιξη της κωμωδίας ο στ. 529 είναι κομβικός. Ο Δικαιόπολοις αναφέρεται στον πελοποννησιακό πόλεμο ως πανελλαδική συμφορά, πράγμα που βάζει υποψίες για την φιλενωτική στάση του Αριστοφάνη. Αυτή η στάση αν δεν αντικαθιστά τον άξονα «ειρήνη» τουλάχιστον τον τοποθετεί στην υπηρεσία ενός σημαντικότερου σκοπού, εκείνου της ένωσης όλων των Ελλήνων. Τα ακόλουθα επεισόδια δεν προσθέτουν κάτι για το θέμα μας μέχρι να φτάσουμε στο επεισόδιο εκείνο όπου η κουμπάρα μεταφέρει το αίτημα της νύφης «όπως αν οικουρή το πέος του νυμφίου» (στ. 1060). Θαρρώ πως αυτό το επεισόδιο δηλώνει την κατάντια της ειρήνης, τον χλευασμό της. Χώρια το ότι η συμπεριφορά του Δικαιόπολη απέναντι στον γαμπρό της ίδιας νύφης, όπως και στον γεωργό, επίσης εκφράζει ούτε λίγο ούτε πολύ την διακωμώδηση της ειρήνης και την αντίληψη που έχει γι’ αυτήν και ο Δικαιόπολις και αυτοί που τον πλησίασαν. Είναι αξιοπρόσεκτη η συμπεριφορά του Δικαιόπολη ο οποίος τελικά έδειξε ότι δεν νοιάζεται για κανένα ούτε ονειρευόταν μιαν ειρήνη επ’ αορίστου, αλλά ήθελε μια βολική μια εξυπηρετική γι’ αυτόν κατάσταση. Όλοι οι υπόλοιποι βολεύτηκαν μέσω του πολέμου (στ. 595- 606) και μένει στον Δικαιόπολη εφ’ όσον δεν έχει τύχη να τακτοποιηθεί και αυτός μέσω του πολέμου καθώς μόνο κάποιοι σαν τον Λάμαχο, και τον γιο της Κοισύρας ευνοούνται (στ. 614), του μένει λοιπόν να συνάψει προσωπική ειρήνη, αδιαφορόντας για την τύχη του συνόλου.

Ο Αριστοφάνης κατ’ εμέ δεν διστάζει να διακωμωδήσει και την ειρήνη και τον πόλεμο, γιατί και η πρώτη και ο δεύτερος γίνονται με προσωπικό κριτήριο, με γνώμονα την ιδιοτέλεια, κάνοντας με τέλειο τρόπο την δουλειά του ως δημιουργός κωμωδιογράφος. Ο Αριστοφάνης αν προσθέσουμε όλα τα στοιχεία που αναφέραμε σε μια σύνθεση, φαίνεται να είναι υπέρ της απομάκρυνσης του πολέμου από όλους τους Έλληνες, και χωρίς να ταυτιστεί με τις απόψεις και πράξεις του Δικαιόπολη αναφέρει ότι αυτός θα πείσει τον κόσμο να επιδιώξει την ειρήνη (στ. 626) η οποία είναι προτιμότερη του πολέμου και η επένδυση στην ειρήνη είναι πιο συμφέρουσα (στ. 971- 999). Άρα ο Αριστοφάνης είναι γενικώς υπέρ της ειρήνης αλλά μιας δίκαιας ειρήνης που να μην την πληρώνουν κάποιοι άδικα, όπως ο ίδιος αν πάρουν οι Σπαρτιάτες την Αίγινα (στ. 652- 655). Σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτά μεγάλη σημασία η επιλογή των Αχαρνών, οι οποίοι πολέμησαν τους Πέρσες και νίκησαν μην υποταγόμενοι μέσω κάποιας «ειρήνης», και οι οποίοι επίσης πολέμισαν για το δίκαιο τους και όχι για κάποια άλλα συμφέροντα όπως και σ’ αυτό το έργο (στ. 607- 619). Έτσι γίνονται οι Αχαρνείς οι ηθικοί νικητές στο έργο, ή με άλλα λόγια «νικητές σκιάς» με βάση των οποίων αναμετριέται ο πολεμοχαρής Λάμαχος και ο φιλειρηνικός Δικαιόπολις την άποψη του οποίου παραδέχονται χωρίς να εμποδίσουν τον Λάμαχο από το να συνεχίσει τον πόλεμο.